- νεόπολις
- νεόπολις και ποιητ. τ. νεόπτολις, ἡ (Α)(για τα Άβδηρα) πόλη που κτίστηκε πρόσφατα, πόλη που ιδρύθηκε πρόσφατα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + -πόλις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεόπολις — νεόπολίς fem nom sg νεόπολις new city fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεόπτολις — νεόπτολις, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) βλ. νεόπολις … Dictionary of Greek
πόλη — Αστικός συνοικισμός, ο οποίος αποτελείται από ένα σύμπλεγμα δημόσιων και ιδιωτικών κτιρίων, τα οποία χωρίζονται ή συνδέονται μεταξύ τους με δρόμους, πάρκα και πλατείες, και που κατοικείται μόνιμα από σημαντικό αριθμό ανθρώπων –που επιδίδονται σε… … Dictionary of Greek